- τυπωδως
- τυπωδῶςτῠπ-ωδῶςв общих чертах
τ. εἰσάγειν εἴς τι Diog.L. — служить общим введением к чему-л.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
τ. εἰσάγειν εἴς τι Diog.L. — служить общим введением к чему-л.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
τυπωδώς — Α επίρρ. βλ. τυπώδης … Dictionary of Greek
τυπωδῶς — τυπώδης like an outline adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυπώδης — ῶδες, Α [τύπος] όμοιος με τύπο, με σχεδιογράφημα, πρόχειρος, συνοπτικός. επίρρ... τυπωδῶς Α 1. περιληπτικά, συνοπτικά 2. σαφώς, καθαρά («ὑπογράφεσθαι τυπωδέστερον», Φίλ.) … Dictionary of Greek